Μερικές σκέψεις με αφορμή το Συνέδριο
Των Σταμάτη Λεκάτη και Οδυσσέα Αϊβαλή |
Το αντικείμενο της πολιτικής πρακτικής είναι η μετατόπιση της εκάστοτε συγκυρίας, δηλαδή της εκπροσώπησης, της συμπύκνωσης και της ολοκλήρωσης των ταξικών συσχετισμών δύναμης. Η συγκυρία αλλάζει ή μετατοπίζεται διαρκώς μέσω των συγκρούσεων που αναπτύσσονται σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους χώρους του κοινωνικού σχηματισμού, από τον εργασιακό χώρο και την γειτονιά μέχρι το κοινοβούλιο και το εσωτερικό των κομμάτων. Η πολιτική πρακτική ωθεί τη συγκυρία στην κατεύθυνση των ταξικών συμφερόντων που θέλει να εκπροσωπήσει [1].
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η αντικειμενική πραγματικότητα της υποτίμησης της εργασίας, της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας, πρέπει να μετατοπιστεί προς τη διεκδίκηση αιτημάτων του κόσμου της εργασίας με την αδιαπραγμάτευτη ταξική αλληλεγγύη και την αποδόμηση του κοινωνικού αυτοματισμού, όπως επιτυχημένα έγινε στην ΕΡΤ.
Η αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις -που έχουν στόχο τη δημιουργία νέων σφαιρών κερδοφορίας για το κεφάλαιο, σε τμήματα που ανήκαν στο κράτος ως δημόσια αγαθά (νερό, κ.α.)- αποτελεί σημείο συσπείρωσης των εργαζόμενων τάξεων. Η διεκδίκηση δημόσιων αγαθών εμπεριέχει το πρόταγμα της παραγωγής αγαθών που δεν ανήκουν στην σφαίρα των εμπορευμάτων, αμφισβητώντας την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα στον κόσμο των εμπορευμάτων και του κέρδους, δημιουργούνται κύτταρα όπου οι σχέσεις δεν είναι χρηματικές, τα αγαθά δε θα είναι εμπορεύματα και θα έχουν πρόσβαση σε αυτά ως κοινωνικό δικαίωμα, όλοι οι κάτοικοι της χώρας ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, φύλο και φυλή. Η αριστερή στρατηγική δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει τον αγώνα για δωρεάν πρόσβαση σε όλο και περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, για κοινωνικό έλεγχο σε σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Αυτοί οι αγώνες για την κοινωνική ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου, εκκινούν ως αμυντικοί αγώνες ενάντια στην τάση επέκτασης του κεφαλαίου και κρυσταλλώνουν την τάση για τον κοινωνικό έλεγχο, τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό κρατικών θεσμών και αμφισβητούν την ηγεμονία του κεφαλαίου.
Κρίση και συγκυρία
Η δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος αποτελεί μια φάση επαναπροσδιορισμού του συσχετισμού κεφαλαίου-εργασίας. Προκειμένου να διευρυνθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου ακυρώνονται οι προηγούμενοι ταξικοί συμβιβασμοί και η κρίση κεφαλαίου διαφαίνεται ως ευκαιρία πραγματοποίησης των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που δεν μπορούσαν να γίνουν κοινωνικά αποδεκτές το προηγούμενο διάστημα μετατρέποντας την σε κρίση εργασίας. Ο στόχος της στρατηγικής του κεφαλαίου είναι η υποτίμηση της εργατικής δύναμης μέσα από την ανίχνευση του χαμηλότερου δυνατού σημείου αναπαραγωγής των κυριαρχούμενων τάξεων. Η λιτότητα προωθείται ως βασικός στόχος του ελληνικού καπιταλισμού ώστε να επιτευχθεί η αύξηση της κερδοφορίας. Η αύξηση του κέρδους γίνεται κυρίως, με τη μείωση των κατώτατων μισθών και της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων που προστατεύουν την εργασία, δημιουργώντας φθηνό εργατικό δυναμικό μειώνοντας το κόστος του μεταβλητού κεφαλαίου. Παράλληλα με την καταστροφή κεφαλαίων που δεν αποδίδουν την αναμενόμενη κερδοφορία γίνεται και καταστροφή εργατικού δυναμικού με την παρατεταμένη καθήλωση στην ανεργία ενός μεγάλου κομματιού των εργαζόμενων τάξεων. Έτσι, η αστική τάξη δεν μπορεί να πείσει ότι το συμφέρον της αποτελεί γενικό συμφέρον της κοινωνίας αφού δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση και την αναπαραγωγή των κυριαρχούμενων τάξεων, και δημιουργείται μία κρίση πολιτικής νομιμοποίησης.
H Αριστερά, έχοντας ως στόχο την κατάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας προς το συμφέρον των εργαζόμενων τάξεων, πρέπει να διαθέτει πολιτική ικανότητα, κατανόηση της κοινωνικής δομής και του πολιτικού χρόνου. Η πολιτική ικανότητα είναι η δυνατότητα του συλλογικού υποκειμένου να αναγνωρίζει κάθε στιγμή τις συνθήκες της εκάστοτε συγκυρίας, να αντιλαμβάνεται τι απαιτεί η συγκεκριμένη στιγμή και να διαθέτει πολιτική δύναμη ώστε να οδηγεί τη συγκυρία προς την κατεύθυνση της δικής του πολιτικής στόχευσης. Η δεύτερη συνθήκη είναι η γνώση των ρυθμών κίνησης του κοινωνικού σχηματισμού και της συγκεκριμένης φάσης από την οποία διέρχεται τη δεδομένη στιγμή.
Η εσωτερική υποτίμηση ως επιλογή του ελληνικού καπιταλισμού οδήγησε σε ανάκαμψη των κερδών μετά το πρώτο μνημόνιο. Η εσωτερική υποτίμηση αποτελεί γενίκευση της υποτίμησης που είχε επιβληθεί πριν από την κρίση σε τμήματα της εργατικής τάξης όπως τους μετανάστες, τους νέους εργαζόμενους και τις γυναίκες.
Αντίθετα, είναι λανθασμένη ανάλυση περί «νέο-αποικιοκρατίας» και «αποικίας χρέους» καθώς αθωώνει τον ελληνικό καπιταλισμό, παρουσιάζοντας το μνημόνιο ως έξωθεν επιβεβλημένο και τους έλληνες ως ένα σώμα που θα παλέψουν όλοι μαζί. Η συγκεκριμένη ανάλυση υιοθετεί πλήρως την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, που όντας ηγεμονική, παρουσιάζει το δικό της συμφέρον ως εθνικό συμφέρον. Έτσι, ο έλληνας εκμεταλλευόμενος παρουσιάζεται σαν να έχει κοινά συμφέροντα με τον έλληνα εκμεταλλευτή και αντίθετα συμφέροντα με τον γερμανό εκμεταλλευόμενο ή τον μετανάστη που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα.
Επίσης, θεωρούμε λανθασμένη την αναγωγή σε κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα της συγκυρίας, και πρόταγμα από δυνάμεις της αριστεράς, το δίλημμα ευρώ ή δραχμή. Εάν, σύμφωνα και με το σκεπτικό που διατυπώσαμε, ο στόχος είναι η κατάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας προς όφελος των εργαζόμενων τάξεων και της ταξικής και πολιτικής εμβάθυνσης, τότε πρέπει να εντοπίσουμε και να αναδείξουμε εκείνες τις αξίες, που οδηγούν σε αυτήν την κατεύθυνση: δημοκρατία, αλληλεγγύη, συνεργατική οικονομία, κατάργηση των μνημονίων λιτότητας, μεταναστευτικό, οικολογία, φεμινισμός, δικαιώματα, διεθνισμός.
Η κουβέντα ευρώ ή δραχμή και με ποιό νόμισμα θα διαχειριστούμε την κρίση, δεν παράγει τέτοια ηγεμονία, για τρεις κυρίως λόγους:
-ο πρώτος έχει να κάνει με την ανυπαρξία ταξικής διαφοροποίησης στο συγκεκριμένο αίτημα. Υπάρχουν δεξιοί και αριστεροί, αστοί και προλετάριοι που συμφωνούν τόσο με την έξοδο όσο και με την παραμονή στην Ο.Ν.Ε. Ο σ. Λάσκος στο άρθρο του στο rednotebook, το θέτει πολύ εύστοχα, και δεν έχουμε να συμβάλλουμε σε τίποτα περισσότερο.
-ο δεύτερος έχει να κάνει με την τοποθέτηση στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας περί εξόδου, της έννοιας της ανταγωνιστικότητας.
Η ανταγωνιστικότητα είναι ο κεντρικός πυλώνας της Πολιτικής Οικονομίας του καπιταλισμού, από τον Κέυνς μέχρι τον Φρίντμαν, και η επίκλησή της από αριστερούς οικονομολόγους ως κεντρικό επίδικο στη διαδικασία ανάκαμψης και εξόδου από την κρίση στο σχήμα υποτίμηση εθνικού νομίσματος-> μείωση κόστους εργασίας-> αύξηση ανταγωνιστικότητας-> αύξηση εξαγωγών, μαρτυρά την πλήρη ηγεμόνευση από την ιδεολογία του αντιπάλου και του οικονομισμού.
Καμία αριστερή πρόταση κοινωνικού μετασχηματισμού και εξόδου από την κρίση δεν μπορεί, κατ΄ αρχήν, να υπάρξει, εάν δε βάζει στο κέντρο της ανάλυσής της τη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργατικών τάξεων, των ανθρώπων που φτωχοποιούνται και περιθωριοποιούνται, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, κλίμακα.
Η πύκνωση των διασυνδέσεων, επαφών και κοινών αγώνων αυτού του κόσμου, των συνδικάτων, κινημάτων, κομμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς -τουλάχιστον της Ευρώπης- είναι εκ των ων ουκ άνευ, σε κοινά μέτωπα και αγώνες κατά της ανεργίας και των μνημονίων, για την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και του κράτους πρόνοιας, για δίκαιο φορολογικό σύστημα, για την κοινωνικοποίηση και το δημοκρατικό έλεγχο των τραπεζών και των δημόσιων αγαθών.
- ο τρίτος έχει να κάνει με τον αντιδιαλεκτικό χαρακτήρα του αιτήματος:
Το δίλημμα ευρώ ή δραχμή δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στιγμή της ταξικής σύγκρουσης που θα έρθει όταν έρθει, αν έρθει και θα απαντηθεί στις συνθήκες που θα μπει από το κίνημα. Και όσο πιο στερεή είναι η ηγεμονία που θα έχουμε χτίσει ως αριστερά και κυβέρνηση, τόσο πιο πειστική θα είναι η απάντηση του κινήματος. Όσο περισσότερο χειραφετείται η κοινωνία στη σύγκρουσή της με την ευρωπαϊκή και ελληνική αστική τάξη, και εμπλέκεται ο λαϊκός παράγοντας, αντί να αναθέτει, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να κερδίσουμε χώρο μέσα στην Ε.Ε. και τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες, σε μια πιθανή έξοδο από την Ο.Ν.Ε, να τη διαχειριστούμε προς μια κοινωνικά δίκαιη, ριζοσπαστική και κινηματική κατεύθυνση.
Η από πριν συμφωνία του κόσμου για έξοδο και δραχμή στο δεδομένο ταξικό συσχετισμό και ηγεμονία, είναι σχήμα αντιδιαλεκτικό, και δεν παρέχει καμία δέσμευση, όταν μάλιστα μια τέτοια έξοδος θα είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις στην κοινωνία και στην υλική της αναπαραγωγή.
Κινήματα
Η ανυποχώρητη στήριξη των κινημάτων και η ανάδειξη τους στην κεντρική πολιτική Η ΕΡΤ και το κίνημα αλληλεγγύης δείχνει τον δρόμο, ενώ η στάση στην επιστράτευση των καθηγητών (ΟΛΜΕ) ως αντιπαράδειγμα φανερώνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός με την μνημονιακή πολιτική. Η ένταση της επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας δεν θα σταματήσει όσο δεν υπάρχουν σοβαρές αντιστάσεις που θα τολμούν να επιτίθενται και να επαναδιεκδικούν κεκτημένα συνδεδεμένα με την κεντρική πολιτική ανατροπής.
Η μετατροπή της κρίσης κεφαλαίου σε κρίση εργασίας με αφορμή καταρχήν την κρίση χρέους, αντιμετωπίζεται με ξεκάθαρη ταξική μεροληψία υπέρ της εργατικής τάξης, με την στήριξη κινημάτων και με την καλλιέργεια της διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Η μαζική κινητοποίηση στην ΕΡΤ δείχνει τον δρόμο πάλης ενός κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς που έχει στόχο να εντάξει στις γραμμές του τον κόσμο της εργασίας και να αντεπιτεθεί στο κεφάλαιο, δημιουργώντας ρηγματώσεις στην πολιτική του έως την τελικά νίκη.
Η συμμετοχή και η ενδυνάμωση αυθόρμητων κινημάτων, με σεβασμό στην αυτονομία τους και η ενσωμάτωση τους στο κεντρικό πολιτικό πρόταγμα, πρέπει να είναι ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Το παράδειγμα της ΕΡΤ και της Τουρκίας επιβεβαιώνει ότι τοπικά ή μεμονωμένα κινήματα μπορούν να μετατραπούν σε θρυαλλίδα, για κεντρικά επίδικα που αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική. Ενώ σε πιο προωθημένη μορφή μπορούν να διεκδικούν αιτήματα που αμφισβητούν τους μονόδρομους της αστικής τάξης και παλεύουν για μία οικονομία όπου οι ανάγκες των ανθρώπων θα είναι πάνω από τα κέρδη και την κοινωνική ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου.
Αλληλέγγυα Οικονομία και Αυτοδιαχείριση
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί μία σειρά δράσεων και συνεταιριστικών εγχειρημάτων, που θα μπορούσαν να καταχωρηθούν με τον τίτλο της Αλληλέγγυας Οικονομίας, και ενδεικτικά αφορά κοινωνικά φαρμακεία, κοινωνικά ιατρεία και ωδεία, κοινωνικούς συνεταιρισμούς και παντοπωλεία, τράπεζες χρόνου, χωρίς μεσάζοντες, αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, συνεταιριστικά καφενεία, ελεύθερο λογισμικό κ.α.
Πρόκειται για εγχειρήματα που λειτουργούν με γενικές συνελεύσεις στη βάση της ισότητας, της αυτοδιαχείρισης και αυτοοργάνωσης, θέτοντας στο κέντρο τις κοινωνικές ανάγκες, τη δημοκρατία, την ισότητα στις αμοιβές και την κοινωνικοποίηση των κερδών, αμφισβητώντας στην πράξη τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τη σχέση κεφάλαιο-εργασία, το κέρδος και την εκμετάλλευση.
Ουσιαστικά είναι μία διαδικασία που βάζει το κίνημα και τις συλλογικότητες να υλοποιήσουν τις διεκδικήσεις τους, και να σταματήσουν το στείρο καταγγελτικό λόγο, υλοποιώντας συνθήκες και δομές στον αντίποδα των κυρίαρχων, βάζοντας σε κίνηση τη δημιουργικότητα του δυναμικού τους, προκαλώντας όλους να πραγματοποιήσουν το σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός».
Με την έννοια αυτή η Αλληλέγγυα Οικονομία δεν έρχεται να απαντήσει στην οικονομική κρίση ή να υποκαταστήσει το κράτος πρόνοιας, αλλά να συγκροτήσει το δικό μας αντιπαράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης, παραγωγικών σχέσεων και δομών κοινωνικής πρόνοιας, με εργαζόμενους και χρήστες των υπηρεσιών –όπου αυτό είναι δυνατό- της κάθε δομής να συναποφασίζουν δημοκρατικά.
Σε αυτή τη λογική ο ΣΥΡΙΖΑ και μία κυβέρνηση της αριστεράς πρέπει όχι μόνο να δώσει χώρο σε τέτοιες δομές, αλλά να εκπονήσει ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, όπου η Α.Ο. να αποτελεί έναν από τους πυλώνες της. Πυλώνας που μετασχηματίζει κοινωνικά και ανατρέπει τον ταξικό συσχετισμό, τοποθετώντας το λαϊκό παράγοντα στο κέντρο αποφάσεων της οργάνωσης οικονομίας και κοινωνίας. Πυλώνας που εμβαθύνει στη δημοκρατία, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία, αναδεικνύει τις κοινωνικές ανάγκες, διαπαιδαγωγεί ακόμα και στη συνδιαμόρφωση αυτών των αναγκών, αποδυναμώνοντας τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες ατομοκεντρικές αντιλήψεις και πρακτικές.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη ΒΙΟ.ΜΕ., ως το κορυφαίο ουσιαστικά και συμβολικά παράδειγμα εργατικής αυτοδιαχείρισης. Τη στιγμή που το σύστημα καταστρέφει κεφάλαιο, κλείνοντας εργοστάσια και απολύοντας χιλιάδες εργαζόμενους/ες, οι τελευταίοι αναλαμβάνουν την ανάκτηση του εργοστασίου, και μέσα από τη λαϊκή τους συνέλευση και την αλληλεγγύη του κινήματος, επανεκκίνει την παραγωγή διεκδικώντας τη συλλογική και ατομική αυτονομία και αξιοπρέπεια.
Η στήριξη από μεριάς της αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ του εγχειρήματος ΒΙΟ.ΜΕ. με όλες τις δυνάμεις μας, είναι μονόδρομος, απαντώντας στην πράξη για τον τρόπο ανάσχεσης των απολύσεων και της ανεργίας, αφαιρώντας πόρους από το κεφάλαιο και διαθέτοντας τους στον αγώνα υπέρ της κοινωνικής χειραφέτησης.
Δημιουργώντας το κόμμα του κόσμου της εργασίας Η κοινωνική βάση του Σύριζα που τον στήριξε εκλογικά τον Μάη και τον Ιούνη του 2012 αποτελείται κατά πλειοψηφία από μισθωτούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, άνεργους και νέους σε ηλικία, τους ηττημένους δηλαδή από την μνημονιακή πολιτική. Ένας από τους βασικούς στόχους θα πρέπει να είναι η πολιτική έκφραση και η ένταξη αυτού του κόσμου στις γραμμές του κόμματος και η δημιουργία οργανικών σχέσεων με τις εργαζόμενες τάξεις εκεί που ζουν και εκεί που δουλεύουν.
Το πολιτικό επίδικο μιάς στρατηγικής της αριστεράς είναι το «πώς να συλλάβουμε ένα ριζικό μετασχηματισμό του κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών με την ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών εστιών» [2].
Ξεκινώντας από τη βάση, φαίνεται απαραίτητη η δημιουργία και η ενίσχυση δομών γειτονιάς, όπως λαϊκές συνελεύσεις και εργατικές λέσχες, με οριζόντια επικοινωνία με άλλες δομές. Οι δομές γειτονιάς μπορούν να αποτελέσουν κύτταρα αντίστασης, διεκδίκησης και ριζοσπαστικοποίησης. Αρχίζοντας από άμεσα ζητήματα και τοπικά κινήματα (περιβάλλον, ιδιωτικοποιήσεις, αντιφασιστικό, υπερχρεωμένα νοικοκυριά) με στόχο την αναγωγή όλων αυτών των αιτημάτων σε κεντρικά πολιτικά επίδικα, όπου όλα τα χτυπήματα θα έχουν τον ίδιο στόχο, την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής και την κυβέρνηση του κόσμου της εργασίας. Στις δομές της γειτονιάς χρειάζεται να ενταχθούν άνεργοι, επισφαλώς εργαζόμενοι και μετανάστες ώστε να μετατραπούν σε κοινωνικές ομάδες διεκδίκησης. Παράλληλα, χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην λειτουργία κλαδικών οργανώσεων εντός του κόμματος που θα οδηγούν τον κόσμο που εντάσσεται στο κόμμα σε μία εργατική ρι-ζοσπαστικοποίηση, διεκδικώντας άμεσα εργασιακά αιτήματα.
Σε επίπεδο τοπικών οργανώσεων, με βάση την μέχρι τώρα εμπειρία, το κόμμα μπορεί να αποτελέσει τον συλλογικό διανοούμενο, που θα έρχεται σε αντιπαράθεση με τα δομικά στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον σεξισμό, οικοδομώντας μία νέα ταυτότητα στα μέλη.
Η ένταξη στο κόμμα μισθωτών εργαζομένων, ανέργων και επισφαλώς εργαζομένων είναι βασικός στόχος για τη διατήρηση της ριζοσπαστικότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος της εργασίας που στήριξε εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαίο να ενταχθεί κομματικά, να συνδιαμορφώσει την πολιτική του και να ενεργοποιηθεί στον συλλογικό αγώνα.
Βασικό χαρακτηριστικό του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι η εσωτερική δημοκρατία έτσι ώστε το κόμμα να αποτελεί πρόπλασμα της κοινωνίας που θέλουμε να οικοδομήσουμε. O μόνος τρόπος αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας είναι οι δομές άμεσης δημοκρατίας μέσα στο κόμμα και η πολιτικοποίηση όλων των μελών, ώστε να μειώνεται η απόσταση μεταξύ στελεχών και μελών [3].
Σημειώσεις: 1.Πουλαντζάς, Ν. (1975α): Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, θεμέλιο, Αθήνα. 2. Πουλαντζάς, Ν. (1977): Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός,Θεμέλιο, Αθήνα. 3. Γιώργος Σκουλάς: «Εννοιολόγηση της θεωρίας του Γκράμσι για την Ηγεμονία και το Κράτος», Θέσεις _______________________________________ *από την εφημ. Η ΑΥΓΗ Τετάρτη 10.07.2013 http://www.avgi.gr/editor/588528 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου