ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Του Μιχάλη Λυμπεράτου*
Η πορεία της ζωής του Γρηγόρη Λαμπράκη ήταν προδιαγεγραμμένη από τη στιγμή που επέλεξε να αποτελέσει την προμετωπίδα του αγώνα για δημοκρατία, ειρήνη, ευημερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Και ήταν προδιαγεγραμμένη γιατί συνιστούσε, με την αποφασιστικότητα και τον δυναμισμό του, ένα από τα ανυποχώρητα υπομόχλια της πάνδημης απαίτησης ανατροπής ενός καταπιεστικού αντιδημοκρατικού καθεστώτος, που αναπαραγόταν αδιάλειπτα από την εποχή του εμφυλίου, και φαινόταν να έχει εξαντλήσει τα μέσα επιβολής του.
Πράγματι, ο Λαμπράκης αποτελούσε έναντι του, χωρίς κανένα μαζικό έρεισμα, καθεστώτος αυτού μια καθοριστική απειλή κυρίως επειδή συμβόλιζε την επέκταση των αγώνων και σε μερίδες της κοινωνίας που δεν είχαν βαφτιστεί μέχρι τότε ως τυπικοί εχθροί του κόσμου της εθνικοφροσύνης. Γιατί ο Λαμπράκης δεν ήταν κομμουνιστής, δεν ήταν εργάτης, αλλά ένας προβεβλημένος διανοούμενος της Αριστεράς, υφηγητής Πανεπιστημίου, ένας ένδοξος βαλκανιονίκης αθλητής, που κάποτε συνεχάρη τον Τζ Όουενς στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου. Αυτός ο άνθρωπος εξελίχθηκε σε έναν αμετακίνητο πολιτικό ακτιβιστή που αποφάσισε να συνδράμει και να αποτελέσει το παράδειγμα για όλους τους άλλους Έλληνες που συγκρούονταν με τους μηχανισμούς της μετεμφυλιακής αντιδημοκρατικής εκτροπής. Με άλλα λόγια ήταν η τρανή απόδειξη ότι ο αγώνας αυτός επεκτεινόταν πλέον σε όλες τις κοινωνικές δυνάμεις και μάλιστα δημιουργούσε ανθρώπους αποφασισμένους να συγκροτήσουν δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, μηχανισμούς αλληλοβοήθειας-όπως το ίδιο το ιατρείο του Λαμπράκη που παρείχε και δωρεάν περίθαλψη στους αναξιοπαθούντες- αλλά και διατεθειμένους να θυσιάσουν τον εαυτό τους, την κοινωνική τους προβολή, τον ταξικό τους προσδιορισμό, ακόμα και τη σωματική τους ακεραιότητα, προς όφελος του κοινωνικού καλού.
Για αυτό επέλεξαν να δολοφονήσουν τον Λαμπράκη. Όπως το ίδιο έκαναν με έναν άλλο καθηγητή πανεπιστημίου, τον Δημήτρη Μπάτση στο πρόσωπο του οποίου δολοφόνησαν όχι μόνο ένα συνεργάτη του Μπελογιάννη αλλά και έναν αστό διανοούμενο που διαφήμιζε άθελα του την ιδέα ότι οι λαϊκοί αγώνες, οι μακρόπνοοι στόχοι, ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας δεν ήταν αποκλειστική υπόθεση των κομμουνιστών και των αριστερών αλλά όλων των πολιτών. Τόσο στο πρόσωπο του Μπάτση όσο και του Λαμπράκη επιχειρήθηκε να τρομοκρατηθεί το σύνολο του πνευματικού κόσμου της χώρας, όπως και οι κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκαν. Όμως και μόνο το γεγονός ότι δικαστές, όπως ο Σαρτζετάκης και ο Δελλαπόρτας, δεν φοβήθηκαν να αποκαλύψουν τους ενόχους της δολοφονίας του Λαμπράκη έδειξε ότι η υπόθεση του εκδημοκρατισμού της χώρας είχε πλέον αποκτήσει στήριξη και μέσα σε τμήματα του ίδιου του κρατικού μηχανισμού.
Μάλιστα, ο Λαμπράκης συνιστούσε δύο φορές απειλή. Γιατί δεν ήταν από τις περιπτώσεις αγωνιστών που μπορούσαν να τα βάλουν μαζί του με πρακτικές εγκλεισμού και ποινικοποίησης. Μια φυλάκισή του θα διέλυε όλα τα προσχήματα εκδημοκρατισμού του καθεστώτος που προσπαθούσε να καλλιεργήσει η κυβέρνηση τότε της ΕΡΕ. Από την άλλη δεν ήταν δυνατόν να «πειστεί και να συμμορφωθεί». Ήταν πλήρως συνειδητοποιημένος, απόλυτα πεπεισμένος για την αναγκαιότητα του αγώνα του, ένας τολμηρός, επίμονος και κοινωνικά ευαίσθητος πολίτης που δεν θα πρόδιδε τις αρχές και τις ελπίδες των συνανθρώπων του, ένας ανθρωπιστής που μετέτρεψε σε προσωπικό βίωμα την κοινωνική προσφορά, από τη στόφα των ηρώων εκείνων, που χωρίς καμία ιδιοτέλεια, δεν αντιμετωπίζονται με τον απλό εκφοβισμό και την τρομοκρατία. Έπρεπε να βγει βιολογικά από τη μέση γιατί συνιστούσε το πρότυπο ενσάρκωσης μιας ευρύτατης κοινωνικής συμμαχίας και απαίτησης που ανέτρεπε βαθμηδόν το εμφυλιοπολεμικό κράτος και υποδείκνυε ότι ο εκφοβισμός των πολιτών δεν είχε πλέον την αποτελεσματικότητα του παρελθόντος.
Στην ουσία η δολοφονία του Λαμπράκη ήταν τρόπον τινά ο επιθανάτιος ρόγχος ενός πανικόβλητου κράτους καταπίεσης και αυταρχισμού. Για αυτό το λόγο προσέλαβε αυτά τα ειδεχθή χαρακτηριστικά με τα οποία πραγματοποιήθηκε. Γιατί έγινε χωρίς κανένα πρόσχημα, σε δημόσια θέα, με την ωμότητα που χαρακτηρίζει πρακτικές της σικελικής μαφίας. Μικρόνοες και λούμπεν δολοφόνοι και πίσω τους πανικόβλητοι μηχανισμοί που βίωναν την αδυναμία να επιβάλουν τις επιλογές τους ακόμη και να διασωθούν έναντι ενός ποινικού συστήματος που δεν μπορούσε πια να τους προστατεύσει. Αντίθετα πανικόβλητοι παρέλαυναν μετά τη δολοφονία έξω από τα ανακριτικά γραφεία δικαστών που δεν ήθελαν πια να τους προστατεύσουν, έναντι μιας κοινής γνώμης που απαιτούσε κάθαρση ως φαντάσματα ενός παρελθόντος καταπίεσης που πέθαινε.
Γιατί το μετεμφυλιακό κράτος κατέρρεε όχι μόνο εξαιτίας της ατομικής προσφοράς ανθρώπων όπως ο Λαμπράκης, αλλά και κάτω από τα κτυπήματα του μαζικού κινήματος. Ο «Ανένδοτος» ήταν σε πλήρη εξέλιξη και ριζοσπαστικοποιούνταν συνέχεια, προσλαμβάνοντας σταδιακά τον χαρακτήρα μιας κοινωνικής έκρηξης, η ΕΡΕ του Καραμανλή κλυδωνιζόταν από την αδυναμία της να προτάξει μια συνεκτική πολιτική στρατηγική που να απαντά στις μεταστροφές της συλλογικής συνείδησης και τις απαιτήσεις κάθαρσης, το παλάτι προσπαθούσε να εξοβελίσει τον Καραμανλή, οι Αμερικανοί να τον στηρίξουν, ο στρατός να οργανώσει πραξικόπημα και να αυτονομηθεί τελείως από την κεντρική εξουσία, η CIA να ελέγξει τα κλιμάκιά της, ο παρακρατικός εσμός να αποφύγει την ποινικοποίηση. Αυτό το σύνολο των μηχανισμών της «παράλληλης εξουσίας» στην Ελλάδα αγωνιζόταν μάταια να ενισχύσει τη λειτουργία του, στρατολογώντας νέες δυνάμεις, αφού τα ΛΟΚ, τα ΤΕΑ, οι χιλιάδες μισθοδοτούμενοι χαφιέδες του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως δεν αρκούσαν. Γιατί το απεργιακό κλίμα εντεινόταν συνέχεια (συνταξιούχοι του ΙΚΑ, αυτοκινητιστές, εμποροϋπάλληλοι, οικοδόμοι, γουνοποιοί, αγροφύλακες, γιατροί, καθηγητές), οι αριστεροί φοιτητές στο Δ΄ Πανσπουδαστικό Συνέδριο (Απρίλιος 1963) κυριαρχούσαν απόλυτα ενώ 115 πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις απομόνωναν την ακροδεξιά ηγεσία της ΓΣΕΕ και υπόσχονταν απεργίες που θα ήταν πλέον και πολιτικές, όχι μόνο για μεροκάματα αλλά και για δημοκρατία.
Όμως το απονενοημένο εγχείρημα να αντιμετωπιστούν οι κινητοποιήσεις και οι λαϊκοί αγώνες με μαζική βία και προβοκάτσιες, στα πλαίσια της παλιάς συνταγής των «αγανακτισμένων» πολιτών, αποθέωνε τα κατακάθια της κοινωνίας τα οποία καθίσταντο ανεξέλεγκτα. Το ίδιο το κράτος φαινόταν αδύναμο να τους αφομοιώσει. Την ίδια στιγμή ενισχυόταν υπέρμετρα η «ασφαλιστική δικλείδα» του στρατιωτικού πραξικοπήματος, όπως και ο ΙΔΕΑ μέσα στο στράτευμα, με την προώθηση από τον νέο αρχηγό ΓΕΣ, τον αντιστράτηγο Σακελλαρίου, τον Δεκέμβριο του 1962, όλων των μελλοντικών πραξικοπηματιών του 1967 (Χατζηπέτρου, Παπαδόπουλου, Μακαρέζου, Μέξη, Βελισσαρούδη, Κοντώση), αυτών που δεν είχε προωθήσει ο εξίσου θιασώτης πραξικοπημάτων προκάτοχός του στρατηγός Καρταμάκης.
Έτσι, η Ελλάδα έναντι της ενεργοποίησης του σχεδίου «Περικλής», αντιμετωπίζει, την εποχή που δολοφονείται ο Λαμπράκης, με τη συνδρομή των δυνάμεων ασφαλείας και τη CIA δεκάδες προβοκάτσιες και πρόβες πραξικοπήματος, ως προέκταση των εκλογών βίας και νοθείας του 1961, εκδηλώνονται τα γεγονότα του Γοργοπόταμου (την Kυριακή 29 Nοεμβρίου 1964, η περιοχή γύρω από τη γέφυρα του Γοργοποτάμου γεμίζει με 13 νεκρούς και 80 τραυματίες, τη στιγμή που για πρώτη φορά γιορτάζεται η Εθνική Aντίσταση στην Ελλάδα), ενώ πραγματοποιείται η «δολιοφθορά του Έβρου» (την άνοιξη του 1965, ή 117 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, πού έδρευε στην Ορεστιάδα, απέστειλε στο Κιλκίς 23 αυτοκίνητα τύπου «Τζαίημς» αρκετά από τα όποια έμειναν στο δρόμο από διάφορες βλάβες, οι οποίες από το Διοικητή της Μοίρας Γ. Παπαδόπουλο αποδόθηκαν σε κομμουνιστική δολιοφθορά). Για να αντιμετωπιστεί το ογκούμενο λαϊκό κίνημα λαμβάνουν χώρα η Ιουλιανή επιχείρηση-προβοκάτσιες, τον Αύγουστο του 1965, με τη συνδρομή της CIA (J. Maury), όπως και η προετοιμασία του πραξικοπήματος των Συνταγματαρχών ( υπό την εποπτεία των Harry. Green- St. Milton). Όλα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Επιτροπής Μυστικών Επιχειρήσεων του Ανώτατου Αρχηγείου των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ευρώπη (SHAPE), στρατιωτικού βραχίονα του NATO.
Στα σχέδια αυτά τη συνδρομή τους παρείχαν η ΚΥΠ (επικεφαλής Αλ. Νατσινας), η Υπηρεσία Πληροφοριών του Υπουργείου Προεδρίας (επικεφαλής Ν. Γωγούσης), το Κλιμάκιο της ΚΥΠ στο Υπ. Β. Ελλάδας (επικεφαλής Ι. Χολέβας και συνταγματάρχης Καρύδας), η Εθνική Ασφάλεια της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής, η ηγεσία τους στη Θεσσαλονίκη (Κ. Μήτσου, Ευθ. Καμούτσης, Εμ. Καπελώνης, Κ. Δόλκας), τα Σπουδαστικά και τα συνδικαλιστικά τμήματα της Ασφάλειας (Τετραδάκος, Μητρομάρας, Καραμήτσος) κλπ.
Ο ρόλος αυτών των κέντρων παραεξουσίας αποδείχθηκε εξαιρετικά οδυνηρός ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη όπου οι δολοφόνοι δρούσαν κατ` εξακολούθηση. Θύματά τους πριν τον Λαμπράκη ήταν ο Γιάννης Ζεύγος, τον Μάρτιο του 1947, ο Τζορτζ Πολκ στις 16 Μάιου 1948, ο Στέφανος Βελδεμίρης, στις 26 Οκτωβρίου του 1961, που έκανε το «σφάλμα» να μοιράζει προκηρύξεις της ΕΔΑ αλλά και μετά τον Λαμπράκη ο Γιάννης Χαλκίδης, στις 5ης Σεπτεμβρίου του 1967, που ανατίναξε ένα στύλο της ΔΕΗ για να κλείσουν για λίγα λεπτά τα φώτα της ΔΕΘ, ο Γιώργος Τσαρουχάς, στις 10 Μαίου 1968, του οποίου η ζωή απειλήθηκε και την ημέρα της δολοφονίας του Λαμπράκη.
Και ήταν δυστυχώς η Θεσσαλονίκη το θέατρο αυτών των δολοφονιών γιατί κουβαλούσε τη μεταπολεμική αδράνεια της τιμωρίας των δοσίλογων της πόλης στη Γερμανική Κατοχή. Και ήταν τόσο ειδεχθής ο δοσιλογισμός αυτός ώστε τις ναζιστικές συμμορίες του Πούλου και του Βήχου αναγκάστηκαν να τις διαλύσουν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Όμως την οργάνωση ΕΑΟ-Εθνικός Ελληνικός Στρατός των Κώστας, Κυριάκος και Μιχάλης Παπαδόπουλος, από το χωριό Κούκος Πιερίας, (τουρκόφωνοι οπλαρχηγοί, Κισσά Μπατζάκ, Μιχάλ Αγάς) την αναγνωρίσε το ελληνικό κράτος ως αντιστασιακή με βασιλικό διάταγμα, παρότι εκπαιδεύτηκαν από τους Γερμανούς και βρέθηκαν προσκεκλημένοι των Ναζί στη Βιέννη στις αρχές Ιουλίου 1944. Ο Κώστας Παπαδόπουλος έγινε και βουλευτής της ΕΡΕ, εναντίον του οποίου χειροδίκησε ο Λαμπράκης μέσα στη βουλή το Μάρτιο του 1963 για να προστατέψει τον Αντ. Μπριλλάκη. Τέτοιοι πρώην δοσίλογοι ήταν και ο Ξενοφώντας Γιοσμάς της «Εθνικής Αντικομμουνιστικής Οργάνωσης Κατερίνης», ο οποίος προμήθευσε το τρίκυκλο με το οποίο σκοτώθηκε ο Λαμπράκης.
Με τη συνδρομή των αντι-συγκεντρώσεων που οργάνωνε το Συμβούλιο Μελετών της ΚΥΠ-(Κ. Γωγούσης, Γ. Γεωργαλάς και Δ. Κατσούλης) και την πλαισίωση του Ε΄ Αστυνομικού Τμήματος και 180 χωροφύλακες με στολή, η Θεσσαλονίκη ήταν, έτσι, υπό τον απόλυτο έλεγχο του «παράλληλου» κράτους. Έχοντας στο πλευρό του τους παρακρατικούς αλλά και μηχανισμούς προερχόμενους από το στρατό (και ο Παπαδόπουλος βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη την ημέρα ή την επαύριο της δολοφονίας του Λαμπράκη) ήταν θέμα χρόνου να εκδηλωθεί τρομοκρατικό κτύπημα και κατά στελεχών της Αριστεράς, όπως ο Λαμπράκης και ο Τσαρουχάς. Εκτός των άλλων οι παρακρατικοί είχαν με το μέρος τους, επιπλέον, και τον ανεξέλεγκτο συρφετό των 4.000 «ιδιωτών» που επιστρατεύτηκαν με αφορμή την επίσκεψη Ντε Γκωλ στην Ελλάδα στις 16 Μαρτίου 1963 και έφεραν τις περιβόητες «καρφίτσες» ως αναγνωριστικό.
Έτσι, όταν ο Λαμπράκης συνδέθηκε με το κύριο επίδικο πεδίο του πολιτικού αγώνα της εποχής, το ζήτημα των εξοπλισμών, υπήρχε ένας ολόκληρος μηχανισμός έτοιμος να τον σκοτώσει. Γιατί ήταν μια εποχή όπου οι πωλήσεις όπλων στη Μέση Ανατολή και το Ισραήλ από τη Γερμανία είχαν υπερβεί κάθε όριο λογικής, ο Κένεντι πρότεινε τη δημιουργία στόλου 25 πλοίων για την εκτόξευση πυρηνικών πυραύλων με έδρα τη Μεσόγειο, οι αντιθέσεις ΗΠΑ, Γαλλίας και Βρετανίας για τους εξοπλισμούς βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ενώ η εμπλοκή με τα πυρηνικά στην Κούβα τρόμαζε όσο και οι ευρείες πωλήσεις όπλων από τους Σοβιετικούς στη Μέση Ανατολή. Δεν ήταν τυχαίο ότι ενώ η Γαλλία οργάνωνε το δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο, απεσταλμένος του Κένεντι ζητούσε από τις φίλα προσκείμενες στους Αμερικανούς κυβερνήσεις των Βαλκανίων να προωθήσουν τη δημιουργία πυρηνικού δικτύου του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια (18 Απριλίου 1963).
Επομένως, όταν ο Λαμπράκης οργάνωνε μαζί με το Σύνδεσμο Μπέρναντ Ράσελ και τους Ευρωπαίους ακτιβιστές τις πορείες ειρήνης στην Ευρώπη, απειλούσε ευθέως τα νατοϊκά σχέδια με αυτό που κυρίως οι Αμερικανοί φοβούνταν: την ακύρωση των εξοπλιστικών σχεδίων από το λαϊκό μαζικό ευρωπαϊκό κίνημα. Αυτό είχε ήδη δώσει τα διαπιστευτήρια του. Ήταν η μεγάλη πορεία στο Λονδίνο στις 12 Απριλίου 1963 όπου σε τέσσερις μέρες κατέληξε στο Χάυντ Πάρκ του Λονδίνου. Με το πανό αυτής της πορείας ο Λαμπράκης πορεύτηκε και τη δική του πορεία στις 21 Απριλίου 1963 από το Μαραθώνα, για να απαχθεί από την αστυνομία στο δρόμο από το Χαρβάτι προς Ραφήνα και να συλληφθούν πάνω από 1000 άτομα στην Πνύκα.
Όμως δεν ήταν μόνο το αντιπολεμικό κίνημα με το οποίο συνδέθηκε ο Λαμπράκης και αποτέλεσε την καρδιά του. Ήταν και το κίνημα του εκδημοκρατισμού και της απελευθέρωσης των πολιτικών κρατουμένων. Ο Λαμπράκης στάθηκε στο πλάι της Μπέτυ Αμπατιέλου στο Λονδίνο που υποχρέωσε τη Φρειδερίκη και τη διεθνή κοινότητα να σταθούν έναντι στο πρόβλημα με τις αντιδημοκρατικές διώξεις στην Ελλάδα. Οι δηλώσεις του Λαμπράκη στον αγγλικό Τύπο στις 25 Απριλίου 1963 για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα ήταν ένα ισχυρό ράπισμα τόσο στο Παλάτι όσο και στην κυβέρνηση Καραμανλή.
Τη διεθνοποίηση του ζητήματος δεν άντεξε ο μηχανισμός εξουσίας στην Ελλάδα. Για αυτό το παρακράτος που βαλλόταν πανταχόθεν, οι κρατικές κατασταλτικές δυνάμεις που διαιώνιζαν αυτούσιο το καθεστώς των εμφυλιοπολεμικών διώξεων, η CIA που αγωνιούσε για την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα με την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος στην Ελλάδα, το Παλάτι που είχε τρωθεί το κύρος του και διεκδικούσε από την κυβέρνηση ακόμα και το Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης, ο ΙΔΕΑ και η ΚΥΠ που οργάνωναν για μια τουλάχιστον 8ετία το επικείμενο στρατιωτικό πραξικόπημα αλλά και η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή που προσέφυγε στη λύση της δράσης των παρακρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα (250 ήταν εκείνες που ξεπήδησαν μετά την επιτυχία της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958), όλοι αυτοί συνέβαλαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
_________________________
* Ομιλία του συγγραφέα στην εκδήλωση για τα "50 χρόνια από την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στο διήμερο Ειρήνης και Αλληλεγγύης στον Μαραθώνα- Νέα Μάκρη 1η και 2 Ιουνίου 2013", που διοργανώθηκε από την Τοπική Επιτροπή Μαραθώνα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, την Ν.Ε. Ανατ. Αττικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, και το Τμήμα Πολιτισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου